- μαλαχτικός
- -ή, -όβλ. μαλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλαχτικός, -ή — και ιά, ό 1. (για φάρμακα), καταπραϋντικός, απαλυντικός. 2. το ουδ., μαλαχτικό ως ουσ., ρόφημα ή έμπλαστρο με μαλακτικές ιδιότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… … Dictionary of Greek
μαλακτικός — ή, ό μαλαχτικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)